Πίσω από τις εντυπώσεις, η Τουρκία χάνει έδαφος σε γεωπολιτική και διεθνή νομιμότητα
Γράφει η Άννα Αμαλίδου
Πίσω από τις εντυπώσεις, η Τουρκία χάνει έδαφος σε γεωπολιτική και διεθνή νομιμότητα

Στη Νέα Υόρκη, ο Ερντογάν ανέβηκε στο βήμα του ΟΗΕ με ρητορική υψηλής έντασης, καταγγέλλοντας τη δομή του Συμβουλίου Ασφαλείας και επαναλαμβάνοντας το σύνθημα «ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους πέντε». Στρέφοντας τα βέλη του προς τις χώρες με δικαίωμα βέτο, κατηγόρησε τις μεγάλες δυνάμεις για αδράνεια απέναντι στις ανθρωπιστικές κρίσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στη Γάζα. Χαρακτήρισε τις ενέργειες του Ισραήλ ως «σφαγές» και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να στηρίξει την αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους. Η τοποθέτησή του εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική της Τουρκίας να εμφανιστεί ως υπερασπιστής των μουσουλμανικών πληθυσμών και να ενισχύσει την επιρροή της στον αραβικό κόσμο.
Παράλληλα, ο Ερντογάν επανέφερε εμμέσως το ζήτημα της Κύπρου, κάνοντας λόγο για «ισότιμη μεταχείριση όλων των κοινοτήτων στο νησί». Αν και απέφυγε να κατονομάσει ευθέως το ψευδοκράτος, η αναφορά του ερμηνεύτηκε ως έμμεση προτροπή προς τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει το καθεστώς των κατεχομένων. Η στάση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, οι οποίες επανέλαβαν ότι μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στο νησί, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Η Τουρκία, για ακόμη μία φορά, βρέθηκε απομονωμένη στο Κυπριακό, χωρίς να εξασφαλίσει καμία διεθνή στήριξη για τις θέσεις της.
Η συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είχε χαρακτήρα συναλλακτικό, με την Τουρκία να προσέρχεται με πρόταση αγοράς 250 αεροσκαφών Boeing για την Turkish Airlines και με αίτημα επανένταξης στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35. Ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν σαφής: χωρίς επιστροφή ή απενεργοποίηση των ρωσικών S-400, δεν μπορεί να υπάρξει επανένταξη. Η τουρκική πλευρά δεν προσήλθε με πρόταση συμβιβασμού, με αποτέλεσμα να παραμείνει εκτός ενός κρίσιμου νατοϊκού εξοπλιστικού προγράμματος. Η τεχνολογική υποβάθμιση της τουρκικής αεροπορίας και η ενίσχυση της δυσπιστίας των ΗΠΑ απέναντι στην Άγκυρα αποτελούν σοβαρές συνέπειες αυτής της αδιέξοδης θέσης.
Στο ενεργειακό πεδίο, η Τουρκία πρότεινε μακροπρόθεσμες συμβάσεις για την εισαγωγή αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), αξίας άνω των 50 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, η πρόταση συνοδεύτηκε από αμερικανική απαίτηση για σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Άγκυρα, που έχει επενδύσει σε αγωγούς όπως ο TurkStream και διατηρεί ενεργειακή συνεργασία με τη Μόσχα, βρίσκεται πλέον σε δύσκολη θέση. Η πίεση για επιλογή στρατοπέδου εντείνει τον διπλωματικό κίνδυνο, ενώ η πιθανή ανατροπή των ενεργειακών ισορροπιών ενδέχεται να αυξήσει το κόστος εισαγωγών και να προκαλέσει τριγμούς στις σχέσεις με τη Ρωσία, με επιπτώσεις στη Συρία και τον Καύκασο.
Ένα ακόμη σημείο τριβής ήταν η επαναφορά του αιτήματος για επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ο Τραμπ έθεσε το ζήτημα ως ένδειξη σεβασμού στις θρησκευτικές ελευθερίες, όμως ο Ερντογάν απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση, επικαλούμενος εσωτερικά ζητήματα. Η στάση αυτή ενίσχυσε την εικόνα της Τουρκίας ως χώρας με περιορισμούς στις θρησκευτικές ελευθερίες και προκάλεσε αντιδράσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία και την ελληνική διασπορά.
Συνολικά, η επίσκεψη Ερντογάν στις ΗΠΑ και η παρουσία του στον ΟΗΕ δεν συνοδεύτηκαν από δεσμευτικές συμφωνίες ή στρατηγικά κέρδη. Η Τουρκία εντυπωσίασε επικοινωνιακά, αλλά δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ουσιαστικά αποτελέσματα. Η εικόνα της Άγκυρας ως «απρόβλεπτης» δύναμης ενισχύθηκε, ενώ η αξιοπιστία της σε διεθνείς θεσμούς και αγορές παραμένει περιορισμένη. Οι απώλειες δεν είναι μόνο υλικές ή στρατιωτικές, είναι βαθιά πολιτικές και θεσμικές. Η Τουρκία καλείται πλέον να επαναξιολογήσει τη στρατηγική της, να επιλέξει με σαφήνεια συμμαχίες και να αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αξιόπιστος εταίρος σε ένα διεθνές περιβάλλον που δεν συγχωρεί τις αντιφάσεις.
Πηγή φωτογραφίας 1: pbs.org
Πηγή φωτογραφίας 2: apnews.com